Β' Λυκείου μεταφράσεις, Σοφοκλέους Αντιγόνη
Πρόλογος (στ. 1- 99)
Πρόλογος (στ. 1- 99)
Αντιγόνη:
Πολυαγαπημένη μου αδελφή Ισμήνη, άραγε ξέρεις αν υπάρχει καμιά από
τις συμφορές που μας κληροδότησε ο Οιδίποδας
και να μην την έστειλε ο
Δίας πάνω σε μας τις δύο, που ζούμε ακόμη;
Γιατί δεν υπάρχει τίποτα,
ούτε λυπηρό ούτε ολέθριο ούτε αισχρό
ούτε επονείδιστο, που εγώ να μην έχω δει μέσα στα δικά σου και στα δικά μου
βάσανα. Και τώρα πάλι τι είναι αυτή η διαταγή που λένε ότι διακήρυξε ο
στρατηγός πριν από λίγο σ’ ολόκληρη την πόλη; Ξέρεις τίποτα και έχεις ακούσει; Ή μήπως σου διαφεύγει ότι
απειλούν τους αγαπημένους μας κακά που ταιριάζουν στους εχθρούς;
Ισμήνη: Σε μένα, τουλάχιστον, Αντιγόνη καμιά
είδηση για τα αγαπημένα μας πρόσωπα δεν έφτασε ούτε ευχάριστη ούτε δυσάρεστη,
αφότου, εμείς οι δύο, στερηθήκαμε τα δυο μας αδέλφι, που σκοτώθηκαν σε μία μέρα
με αμοιβαίο φόνο. Από τη στιγμή όμως που ο στρατός των Αργείων τράπηκε σε φυγή
τη νύχτα αυτή, τίποτα περισσότερο δεν ξέρω, ούτε ότι είμαι πιο ευτυχισμένη ούτε
πιο δυστυχισμένη.
Αντιγόνη:
Ήμουν σίγουρη και γι’ αυτό σε φώναξα έξω από την αυλόπορτα, για να τ’
ακούσεις μόνη.
Ισμήνη:
Μα τι συμβαίνει; Γιατί δείχνεις ότι βασανίζει το νου σου.
Αντιγόνη:
Ο Κρέων τον έναν από τους δύο αδελφούς μας δεν τον έκρινε άξιο ταφής,
ενώ τον άλλο ανάξιο να ταφεί; Τον Ετεοκλή λοιπόν, όπως λένε, αφού του φέρθηκε
με δίκαιη κρίση και σύμφωνα με τη θρησκευτική συνήθεια, διέταξε να τον θάψουν
κάτω από τη γη, ώστε να είναι τιμημένος ανάμεσα στους νεκρούς του κάτω κόσμο.
Αλλά το κορμί του Πολυνείκη, ο οποίος πέθανε με αξιολύπητο τρόπο, λένε ότι έχει
διακηρυχθεί στους πολίτες να μη το θάψει ούτε να το κλάψει κανείς, αλλά να το
αφήσουν άκλαυτο και άταφο, ευχάριστο εύρημα για τα όρνια που λαίμαργα ψάχνουν για
την τροφή τους. Τέτοια λένε ότι έχει κηρύξει δημόσια «ο καλός μας» ο Κρέων για
σένα και για μένα –ναι, λέω και για μένα-, και ότι έρχεται εδώ για να τα
διακηρύξει αυτά δημόσια, ώστε να είναι ξεκάθαρα γι’ αυτούς που δεν τα ξέρουν,
και το ζήτημα δεν το θεωρεί κάτι ασήμαντο, αλλά αυτόν που θα κάνει κάτι απ’
αυτά τον περιμένει θάνατος με δημόσιο λιθοβολισμό μπροστά στους πολίτες. Έτσι
έχουν τα πράγματα για σένα και γρήγορα θα δείξεις αν είσαι από ευγενική γενιά
και γενναία στο ήθος ή τιποτένια από ευγενική γενιά.
Ισμήνη: Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα δύστυχη, τι
όφελος θα μπορούσα εγώ να φέρω με το να χαλαρώνω ή να σφίγγω τον κόμπο (ό,τι κι
αν κάνω);
Αντιγόνη:
Σκέψου αν θα με βοηθήσεις και θα συνεργαστείς μαζί μου.
Ισμήνη: Για ποια επικίνδυνη πράξη μιλάς; Τι τάχα έχεις
στο μυαλό σου;
Αντιγόνη:
Αν θα σηκώσεις το νεκρό με αυτό εδώ το χέρι.
Ισμήνη: Αλήθεια, έχεις στο νου σου να τον θάψεις, αν
και αυτό απαγορεύεται ρητά στους πολίτες;
Αντιγόνη: Το δικό μου, βέβαια, και το δικό σου
αδελφό (θα θάψω), αν εσύ δεν θέλεις· γιατί δεν θα κατηγορηθώ ότι τον πρόδωσα.
Ισμήνη:
Παράτολμη, ενώ το έχει απαγορέψει ο Κρέων;
Αντιγόνη: Αλλά αυτός δεν έχει κανένα δικαίωμα
να με εμποδίσει να θάψω τους δικούς μου.
Ισμήνη: Αλίμονο! Σκέψου, αδελφή μου, πόσο μισητός
και ντροπιασμένος χάθηκε πατέρας, αφού χτύπησε δυνατά ο ίδιος τα δυο το μάτια
με το ίδιο του το χέρι για τα αμαρτήματα που μόνος του έφερε στο φως. Και
έπειτα η μάνα και γυναίκα του, διπλό όνομα, πεθαίνει ντροπιασμένη με μια πλεκτή
θηλιά. Και τρίτο κακό, οι δυο αδελφοί μας, που αλληλοσκοτώθηκαν οι
δυστυχισμένοι μέσα σε μια μέρα με χέρια που σήκωσαν ο ένας εναντίον του άλλου,
βρήκαν αμοιβαίο θάνατο. Και τώρα πάλι σκέψου πόσο ατιμωτικά θα χαθούμε εμείς οι
δυο που έχουμε μείνει ολομόναχες, αν, παραβιάζοντας τον νόμο, παραβούμε την
απόφαση ή την εξουσία του βασιλιά. Αλλά πρέπει πρώτα να σκεφτείς το εξής, ότι
γεννηθήκαμε γυναίκες, και από την άλλη δεν μπορούμε να τα βάζουμε με άντρες·
και έπειτα (πρέπει να σκεφτείς) ότι κυβερνιόμαστε από ισχυροτέρους ώστε να
υπακούμε και σ’ αυτά και σε ακόμη οδυνηρότερα από αυτά. Εγώ, λοιπόν,
παρακαλώντας αυτούς που είναι στον κάτω κόσμο να με συγχωρήσουν, επειδή κάνω
αυτά χωρίς τη θέληση μου, θα υπακούσω στους άρχοντες. Γιατί το να κάνει κανείς
πράγματα ανώτερα από τις δυνάμεις του είναι εντελώς ανόητο.
Αντιγόνη: Ούτε θα σε παρακαλούσα ούτε αν
ήθελες και τώρα ακόμη να με βοηθήσεις, θα δεχόμουν, εγώ τουλάχιστον την
σύμπραξή σου, με ευχαρίστηση. Μα έχε όποια γνώμη θέλεις, εκείνον όμως θα το
θάψω· θα είναι ωραίο για μένα να θάψω τον αδελφό μου και να πεθάνω. Μαζί του
αγαπημένη θα αναπαύομαι πλάι σε αγαπημένο, έχοντας διαπράξει μια ιερή
παρανομία. Γιατί είναι πιο πολύς ο καιρός που πρέπει να αρέσω στους θεούς του
κάτω κόσμου παρά σ’ αυτούς που βρίσκονται εδώ επάνω. Γιατί εκεί θα βρίσκομαι
αιώνια· και αν το κρίνεις εσύ σωστό, περιφρόνα όσα είναι τίμια για τους θεούς.
Ισμήνη
Εγώ βέβαια δεν τα περιφρονώ, όμως από τη φύση μου είμαι ανίκανη να
ενεργώ ενάντια από τη θέληση των πολιτών.
Αντιγόνη:
Εσύ όμως μπορείς να προφασίζεσαι αυτά·
εγώ όμως θα πάω να σωρεύσω χώμα και να σηκώσω τύμβο για τον αγαπημένο
μου αδελφό.
Ισμήνη: Αλίμονο δυστυχισμένη πόσο φοβάμαι για σένα.
Αντιγόνη: Μη φοβάσαι για μένα· για τη δική σου μοίρα
φρόντισε.
Ισμήνη:
Τουλάχιστον μην αποκαλύψεις αυτό το σχέδιο σε κανέναν, αλλά κράτησέ το
μυστικό, το ίδιο θα κάνω κι εγώ.
Αντιγόνη: Αλίμονο! Διακήρυξέ το σε όλους· πολύ πιο
μισητή θα είσαι αν θα σωπάσεις
και δε διαλαλήσεις σ’ όλους αυτά εδώ.
Ισμήνη: Έχεις θερμή καρδιά για ψυχρά πράγματα.
Αντιγόνη: Ξέρω όμως ότι είμαι αρεστή σ’ εκείνους που
πρέπει περισσότερο να αρέσω.
Ισμήνη Αν θα έχεις και τη δύναμη επιδιώκεις όμως τα
ακατόρθωτα.
Αντιγόνη:
Λοιπόν όταν δεν θα έχω πια τη δύναμη, θα σταματήσω.
Ισμήνη:
Καθόλου όμως δεν θα πρέπει να επιδιώκει κανείς τα ακατόρθωτα.
Αντιγόνη:
Αν συνεχίσεις να λες αυτά, θα μισηθείς από μένα και δίκαια θα σε
μισεί
για
πάντα ο νεκρός. Αλλά άφησε εμένα και τη δική μου αφροσύνη να
πάθω
αυτό το φοβερό· γιατί τίποτα πιο φοβερό δε θα πάθω, ώστε να μην
πεθάνω έντιμα.
Ισμήνη: Πήγαινε λοιπόν, αν έτσι το κρίνεις·
αυτό όμως να ξέρεις, ότι πηγαίνεις
ασυλλόγιστη αλλά αληθινά αγαπημένη τους
αγαπημένους σου.
Α΄ Επεισόδιο (στ. 280-331)
Κρέων: Πάψε,
προτού με γεμίσεις θυμό με τα λόγια σου, μήπως αποδειχθείς ανόητος αν και είσαι
γέρος. Γιατί λες πράγματα απαράδεκτα, όταν λες ότι οι θεοί έχουν έγνοια γι’
αυτόν το νεκρό. Ποιο από τα δύο, τον έθαψαν γιατί θέλουν να τιμήσουν εξαιρετικά
ως ευεργέτη αυτόν ο οποίος ήρθε να βάλει φωτιά στους περίστυλους ναούς και στα
αφιερώματα, και να ερημώσει τη γη εκείνων και να καταλύσει τους νόμους; Ή μήπως
βλέπεις να τιμούν τους κακούς οι θεοί; Όχι, δεν είναι δυνατόν. Αλλά και παλιά
(από την πρώτη στιγμή της βασιλείας μου) ορισμένοι άνδρες της πόλης, που με
δυσκολία υπέφεραν την διαταγή μου, σιγομουρμούριζαν εναντίον μου κρυφά
κουνώντας το κεφάλι, ούτε έβαζαν υπάκουα τον τράχηλο κάτω από τον ζυγό, ως
όφειλαν ώστε να πειθαρχήσουν σε μένα. Γνωρίζω πολύ καλά ότι αυτοί τα έχουν
κάνει αυτά παρασυρμένοι απ’ αυτούς εδώ με χρήματα. Γιατί κανένας θεσμός δεν
φύτρωσε ανάμεσα στους ανθρώπους τόσο ολέθριος όσο το χρήμα. Αυτό και πόλεις
κυριεύει, αυτό και τους ανθρώπους ξεσπιτώνει· αυτό καθοδηγεί και διαστρέφει τις
δίκαιες γνώμες των ανθρώπων, ώστε να στρέφονται σε αισχρές πράξεις· και να
δείχνουν στους ανθρώπους να κάνουν πανουργίες και να γνωρίζουν κάθε ανόσιο
έργο. Όσοι όμως πληρώθηκαν και έκαναν αυτά αργά ή γρήγορα κατάφεραν ώστε να
τιμωρηθούν. Αλλά, αν τιμώ και σέβομαι ακόμα τον Δία, να το ξέρεις καλά, και σου
το λέω με όρκο, αν δε βρείτε και παρουσιάσετε στα μάτια μου μπροστά το δράστη
αυτής εδώ της ταφής ο απλός θάνατος δεν θα είναι αρκετός για σας, πριν ζωντανοί
στην κρεμάλα φανερώσετε αυτή την παρανομία, για να αρπάζετε στο εξής, αφού
μάθετε από πρέπει να ζητάτε το κέρδος, και για να σας γίνει μάθημα ότι δεν
πρέπει να αγαπάτε το κέρδος που βγαίνει από παντού. Γιατί από τα παράνομα κέρδη
μπορείς να δεις τους πιο πολλούς να χάνονται παρά να έχουν σωθεί.
Φύλακας:
Θα μου επιτρέψεις να μιλήσω ή να κάνω μεταβολή και να φύγω χωρίς να
πω τίποτα;
Κρέων: Δεν
καταλαβαίνεις ότι και τώρα μιλάς ενοχλητικά;
Φύλακας:
Στ’ αυτιά ή στην ψυχή ενοχλείσαι;
Κρέων: Τι
λοιπόν; Προσπαθείς να καθορήσεις που νιώθω τη θλίψη μου;
Φύλακας:
Ο δράστης σ’ ενοχλεί στην ψυχή σου ενώ εγώ στα αυτιά σου.
Κρέων: Αλίμονο! Πόσο φανερό είναι ότι έχεις γεννηθεί
φλύαρος.
Φύλακας:
Πάντως σε καμία περίπτωση δεν έχω κάνει αυτήν τουλάχιστον την πράξη.
Κρέων: (Την
έκανες) και μάλιστα αφού πούλησες την ψυχή σου για χρήματα.
Φύλακας: Αλίμονο!
Αλήθεια είναι φοβερό εκείνος που παίρνει αποφάσεις να
σχηματίζει λανθασμένες αντιλήψεις.
Κρέων: Κάνε λοιπόν τον έξυπνο με την λέξη «δόξα». Αν
όμως δεν μου
αποκαλύψετε
τους δράστες αυτής της πράξης, θα ομολογήσετε ότι τα α
ανέντιμα κέρδη φέρνουν συμφορές.
Φύλακας:
Μακάρι να βρεθεί ο δράστης και κάτι περισσότερο! Όμως είτε συλληφθεί
είτε όχι, γιατί αυτό θα το κρίνει η τύχη,
με κανέναν τρόπο δεν θα με δεις
να ξανάρθω εδώ. Γιατί τώρα που σώθηκα
χωρίς να το περιμένω και να το
ελπίζω, χρωστώ στους θεούς μεγάλη
ευγνωμοσύνη.
Β΄ Επεισόδιο (στ.441-
481)
Κρέων:
Σε
σένα, σε σένα μιλώ, που σκύβεις κάτω το κεφάλι, ομολογείς ή
αρνείσαι
ότι τα έκανες αυτά;
Αντιγόνη: Και ομολογώ ότι τα έκανα και δεν το αρνούμαι.
Κρέων:
Εσύ μπορείς να πας όπου θέλεις, εντελώς
απαλλαγμένος από τη βαριά 0
κατηγορία. Εσύ όμως πες μου, όχι με πολλά λόγια αλλά σύντομα
γνώριζες
ότι είχε διακηρυχθεί να μην κάνει κανείς
αυτά;
Αντιγόνη:
Το γνώριζα· πώς ήταν δυνατό να μην το ξέρω; Αφού ήταν γνωστό σε
όλους.
Κρέων: Και
είχες το θράσος να παραβείς αυτούς εδώ τους νόμους;
Αντιγόνη: Ναι, γιατί δεν ήταν ο Δίας που είχε κηρύξει σε
μένα αυτά ούτε η δίκη, που
κατοικεί με τους θεούς του κάτω
κόσμου, όρισε τέτοιους νόμους στους
ανθρώπους, ούτε φανταζόμουν ότι τα δικά
σου κηρύγματα έχουν τόση
δύναμη, ώστε να μπορείς εσύ, αν και είσαι
θνητός, να ξεπεράσεις τους
άγραφους και απαρασάλευτους νόμους των
θεών. Γιατί αυτά βέβαια δεν
ισχύουν σήμερα και χτες, αλλά έχουν αιώνια
ισχύ και κανείς δεν ξέρει από πότε φάνηκαν. Εγώ δεν είχα καμία διάθεση από
φόβο για την αλαζονεία ενός ανθρώπου να τιμωρηθώ μπροστά στους θεούς γι’ αυτά.
Γιατί ήξερα πως θα πεθάνω· πώς όχι; Και αν ακόμη εσύ δεν είχες βγάλει την
διαταγή σου. Κι αν πρόκειται να πεθάνω πριν από την ώρα μου, εγώ αυτό το θεωρώ
κέρδος. Γιατί όποιος ζει σε μεγάλη δυστυχία, όπως εγώ, πώς αυτός δεν είναι
κερδισμένος, αν πεθάνει; Έτσι κι εμένα καθόλου δεν με λυπεί να υποστώ αυτόν εδώ
το θάνατο. Αν όμως ανεχόμουν για τον αδελφό μου, μετά το θάνατό του, να μείνει
άταφο το πτώμα του, για κείνο εγώ θα λυπόμουν. Γι’ αυτά όμως εδώ δεν λυπάμαι.
Κι αν σου φαίνομαι τώρα πως τυχαίνει να κάνω ανοησίες, ίσως θεωρούμαι ανόητη
από έναν ανόητο.
Χορός: Ο χαρακτήρας της κόρης φαίνεται πώς είναι
σκληρός, από σκληρό πατέρα· και δεν ξέρει να υποχωρεί στις συμφορές.
Κρέων:
Μάθε όμως ότι τα πιο αλύγιστα φρονήματα συχνά ταπεινώνονται και το πιο
σκληρό σίδερο, όταν πυρακτωθεί στη φωτιά ώστε να γίνει άκαμπτο, θα δεις τις πιο
πολλές φορές να σπάζει και να γίνεται κομμάτια. Και ξέρω πως τα αγριεμένα άλογα
δαμάζονται με μικρό χαλινάρι. Γιατί δεν επιτρέπεται να υπερηφανεύεται όποιος
είναι δούλος των άλλων. Αυτή ήξερα καλά να αυθαδιάζει τότε, όταν παρέβαινε τους
ισχύοντες νόμους. Και αυτή εδώ είναι η δεύτερη αυθάδεια, αφού έχει κάνει την
πράξη, να καυχιέται γι’ αυτό και να χλευάζει για το κατόρθωμά της. Αλήθεια,
τώρα εγώ δεν είμαι άντρας, αλλά αυτή θα είναι άντρας, αν η νίκη της αυτή θα
εξακολουθήσει να μένει χωρίς τιμωρία. Αλλά είτε είναι κόρη της αδελφής μου είτε
είναι η πλησιέστερη απ’ όλους τους συγγενείς μας, αυτή και η αδελφή της δεν θα
ξεφύγουν από τον ατιμωτικό θάνατο. Γιατί εξίσου κατηγορώ κι εκείνη, ότι δηλαδή
σκέφτηκε και σχεδίασε αυτήν εδώ την ταφή. Φωνάξτε κι αυτήν. Γιατί πριν από λίγο
την είδα μέσα να κάνει σαν λυσσασμένη και να μην ελέγχει το λογικό της. Η ψυχή
αυτών που μηχανεύονται άσχημες πράξεις στο σκοτάδι συνήθως προδίδεται ως ένοχη.
Μισώ όμως και αυτόν που, αφού συλληφθεί την ώρα που κάνει κακό θέλει έπειτα να
το παρουσιάσει αυτό ως ωραίο.
Αντιγόνη:
Θέλεις τίποτε χειρότερο από το να με συλλάβεις και να με θανατώσεις;
Κρέων:
Εγώ τουλάχιστον τίποτα. Αφού έχω αυτό, τα έχω όλα.
Αντιγόνη:
Γιατί λοιπόν αργείς (να με θανατώσεις); Γιατί από τα λόγια σου τίποτε
δεν μου είναι ευχάριστο, και μακάρι ποτέ να μη μου είναι ευχάριστο. Έτσι και τα
δικά μου (λόγια) είναι φυσικό να σου είναι δυσάρεστα. Και όμως από πού θα
κέρδιζα λαμπρότερη δόξα, παρά θάβοντας τον αδελφό μου; Και όλοι αυτοί θα
ομολογούσαν ότι ους αρέσει αυτό, αν ο φόβος δεν έκλεινε το στόμα τους. Αλλά ο
τύραννος, εκτός από τα πολλά άλλα πλεονεκτήματα που έχει, μπορεί ακόμα και να
λέει και να κάνει ό, τι θέλει.
Κρέων:
Εσύ μόνη απ’ αυτούς εδώ τους Καδμείους το βλέπεις αυτό.
Αντιγόνη:
Το βλέπουν κι αυτοί, για χάρη σου όμως κλείνουν το στόμα.
Κρέων:
Κι εσύ δεν ντρέπεσαι που σκέφτεσαι διαφορετικά απ’ αυτούς εδώ;
Αντιγόνη:
(Δεν ντρέπομαι). Γιατί καμιά ντροπή δεν είναι να τιμά κανείς τα αδέλφια
του.
Κρέων: Δεν
ήταν λοιπόν αδελφός σου κι αυτός που σκοτώθηκε πολεμώντας ακριβώς απέναντί του;
Αντιγόνη:
Αδελφός μου ήταν, από μια μάνα και τον ίδιο πατέρα.
Κρέων:
Πώς λοιπόν προσφέρεις τιμές που είναι ασέβεια για κείνον;
Αντιγόνη:
Δε θα συμφωνήσει μ’ αυτά ο σκοτωμένος.
Κρέων:
(Θα συμφωνήσει.) Αν βέβαια τον τιμάς εξίσου με τον ασεβή.
Αντιγόνη:
Γιατί δε σκοτώθηκε δούλος αλλά αδελφός.
Κρέων:
Προσπαθώντας όμως να υποτάξει αυτήν εδώ την χώρα, ενώ ο άλλος
υπερασπίζοντάς την.
Αντιγόνη: Όμως ο Άδης αξιώνει οι νόμοι να είναι ίσοι για
όλους.
Κρέων:
Μα ο καλός δεν είναι στην ίδια θέση με τον κακό, ώστε να λάβει την ίδια
τιμή.
Αντιγόνη:
Ποιος ξέρει αν αυτά θεωρούνται δίκαια στο κάτω κόσμο.
Αντιγόνη:
Δε γεννήθηκα να συμμερίζομαι το μίσος αλλά την αγάπη.
Κρέων:
Όταν πας λοιπόν στον κάτω κόσμο,
αν πρέπει να αγαπάς, αγάπα εκείνους,.
Όσο όμως ζω, εγώ, γυναίκα δεν θα κυβερνήσει.
Χορός:
Αλλά να η Ισμήνη μπροστά στις πύλες χύνοντας δάκρυα αγάπης για την
αδελφή της, και πάνω από τα φρύδια της ένα σύννεφο ασχημίζει το
κατακόκκινο πρόσωπό της, καθώς βρέχει με δάκρυα τα ωραία μάγουλά της.
Κρέων:
Εσύ, που μέσα στο σπίτι μου σαν οχιά κρυμμένη μου έπινες το αίμα χωρίς
να
παίρνω είδηση, και δεν ήξερα ότι έτρεφα δύο καταστροφές και δύο
επαναστάτριες κατά του θρόνου μου, εμπρός, πες μου, θα ομολογήσεις κι εσύ ότι
πήρες μέρος σ’ αυτήν εδώ την ταφή ή θα ορκιστείς ότι δεν ξέρεις τίποτα;
Ισμήνη:
Το έκανα το έργο, αν βέβαια κι αυτή εδώ συμφωνεί, και συνεργάστηκα και
δέχομαι την κατηγορία.
Αντιγόνη: Μα η δικαιοσύνη δε θα σου το
επιτρέψει βέβαια αυτό, γιατί ούτε θέλησες ούτε εγώ σ’ έκανα συνεργό.
Ισμήνη:
Αλλά μέσα στις συμφορές σου δεν ντρέπομαι να κάνω τον εαυτό μου
συμμέτοχο στα βάσανά σου.
Αντιγόνη:
Ο Άδης και οι θεοί του κάτω κόσμου ξέρουν καλά ποιοι έκαναν αυτήν την
πράξη. Κι εγώ αυτήν που αγαπά με λόγια δεν την θεωρώ δικό άνθρωπο.
Ισμήνη:
Μη μου στερήσεις την τιμή αδελφή μου, να πεθάνω μαζί σου και να εξιλεώσω
τον νεκρό.
Αντιγόνη: Αρνούμαι να πεθάνεις μαζί μου, και
ούτε να οικειοποιείσαι αυτά που δεν άγγιξες· θα είναι αρκετό να πεθάνω εγώ.
Ισμήνη:
Και ποια χαρά θα έχω στη ζωή αν στερηθώ εσένα;
Αντιγόνη:
Τον Κρέοντα ρώτα· γιατί γι’ αυτόν νοιάζεσαι εσύ.
Ισμήνη:
Γιατί με πικραίνεις μ’ αυτά, χωρίς να έχεις κανένα όφελος;
Αντιγόνη:
Με πόνο, αλήθεια, (το κάνω αυτό), αν γελώ εις βάρος σου.
Ισμήνη:
Σε τι λοιπόν θα μπορούσα να ωφελήσω ακόμη εγώ, έστω και τώρα;
Αντιγόνη:
Σώσε τον εαυτό σου· δε σε φθονώ που θα γλιτώσεις.
Ισμήνη:
Αλίμονό μου, η δύστυχη! Και να μη συμμεριστώ τη δική σου μοίρα;
Αντιγόνη:
Ναι, γιατί εσύ προτίμησες τη ζωή, ενώ εγώ το θάνατο.
Ισμήνη:
Αλλά όχι χωρίς να εκφράσω τις δικαιολογίες μου.
Αντιγόνη: Εσύ φαινόσουν ότι σκέφτεσαι σωστά με
τα μάτια αυτών εδώ, ενώ εγώ φαινόμουν ότι σκέφτομαι σωστά στα μάτια των άλλων.
Ισμήνη:
Κι όμως το παράπτωμα είναι ίσο και για τις δύο μας.
Αντιγόνη:
Κουράγιο! Εσύ ζεις, ενώ η δική μου ψυχή έχει από καιρό πεθάνει, ώστε να
είμαι στους νεκρούς ωφέλιμη.
Κρέων:
Από αυτές τις δύο κόρες λέω πως η μια πριν από λίγο αποδείχθηκε άμυαλη,
ενώ η άλλη από την πρώτη στιγμή της γέννησής της.
Ισμήνη:
(Ναι) γιατί ποτέ, βασιλιά, δε μένει σ’ αυτούς που δυστυχούν ούτε η
φρόνηση που έχουμε έμφυτη αλλά χάνεται.
Κρέων:
Εσένα λοιπόν σου σάλεψε από τη στιγμή που διάλεξες να κάνεις μαζί με
κακούς παράνομα έργα.
Ισμήνη:
Και πώς μπορώ να ζήσω μόνη μου, χωρίς αυτήν εδώ;
Κρέων:
Όμως μη λες «αυτή εδώ»· γιατί δεν υπάρχει πια.
Ισμήνη:
Θα σκοτώσεις λοιπόν τη μνηστή του
γιού σου;
Κρέων:
Ναι γιατί και άλλων χωράφια είναι κατάλληλα για καλλιέργεια.
Ισμήνη:
Αλλά ο γάμος με άλλη δε θα είναι τόσο ταιριαστός όσο μεταξύ εκείνου κι
αυτής.
Κρέων:
Εγώ μισώ γυναίκες κακές για τα παιδιά μου.
Ισμήνη:
Αίμονα πολυαγαπημένε, πώς σε προσβάλλει ο πατέρας σου!
Κρέων:
Πολύ, βέβαια, με ενοχλείς κι εσύ κι ο γάμος σου.
Χορός:
Αλήθεια, θα στερήσεις το παιδί σου απ’ αυτήν εδώ;
Κρέων:
Ο Άδης είναι που για μένα θα διαλύσει αυτό το γάμο.
Χορός;
Έχει αποφασιστεί, όπως φαίνεται, να πεθάνει αυτή εδώ.
Κρέων:
Και από σένα, βέβαια, και από μένα. Μην καθυστερείτε, αλλά πηγαίνετε
μέσα αυτές, υπηρέτες. Και πρέπει να είναι δεμένες αυτές οι γυναίκες και όχι
ελεύθερες. Γιατί βέβαια και οι τολμηροί προσπαθούν να ξεφύγουν, όταν βλέπουν
πια το χάρο κοντά στη ζωή τους.
Γ’ Επεισόδιο (στ.626-780)
Αίμονα:
Πατέρα, είμαι δικός σου κι εσύ με καθοδηγείς σωστά με τις καλές
συμβουλές σου τις οποίες εγώ βέβαια θα ακολουθήσω. Γιατί εγώ κανένα γάμο
δε θα θεωρήσω τόσο σπουδαίο, ώστε να τον βάλω πάνω από τη δική σου συνετή
καθοδήγηση.
Κρέων:
Αυτήν, πράγματι, τη γνώμη πρέπει να έχεις, παιδί μου, να ακολουθείς
δηλαδή σε όλα την πατρική συμβουλή. Γιατί γι’ αυτό οι άνθρωποι εύχονται να
γεννήσουν υπάκουα παιδιά και να τα έχουν στο σπίτι τους για να εκδικούνται τους
εχθρούς και να τιμούν τους φίλους, όπως ακριβώς ο πατέρας. Όποιος όμως γεννάει
παιδιά άχρηστα, τι άλλο θα έλεγες πως γέννησε αυτός (ο άνθρωπος) παρά βάσανα
για τον εαυτό του και αφορμή για πολλά γέλια στους εχθρούς; Ποτέ, λοιπόν, παιδί
μου, να μην αλλάξεις τις τωρινές σου απόψεις από έρωτα για μια γυναίκα
γνωρίζοντας ότι γίνεται παγερό αγκάλιασμα αυτό, δηλαδή μια γυναίκα, όταν είναι
κακή σύζυγος μέσα στο σπίτι. Γιατί τι θα ήταν μεγαλύτερη πληγή από έναν κακό
φίλο; Αλλά, περιφρονώντας την σαν να ήταν εχθρός σου, άφησε αυτήν την κόρη να
παντρευτεί κάποιον στον Άδη, Εφόσον, λοιπόν, αυτή, μόνη απ’ όλους τους πολίτες
την έπιασα, επ’ αυτοφώρω να παραβαίνει τη διαταγή μου, δε θα βγω βέβαια ψεύτης
μπροστά στους πολίτες, αλλά θα τη σκοτώσω. Γι’ αυτά ας επικαλείται το Δία, τον
προστάτη της συγγένειας. Γιατί, αν βέβαια τους φυσικούς μου συγγενείς τους
αναθρέψω έτσι ώστε να είναι απείθαρχοι, θα ανέχομαι πολύ πιο απείθαρχους τους
ξένους. Γιατί όποιος είναι ενάρετος άνθρωπος ανάμεσα στους δικούς του θα είναι
και ολοφάνερα δίκαιος και στου πολίτες. Αν όμως κάποιος αυθαιρετώντας ή
παραβιάζει τους νόμους ή σχεδιάζει να δίνει διαταγές σ’ αυτούς που κυβερνούν,
δεν είναι δυνατόν αυτός να επαινεθεί από μένα. Μα όποιον εκλέξει η πόλη άρχοντα
σ’ αυτόν πρέπει να υπακούουν όλοι και στα μικρά και στα δίκαια και στα αντίθετά
τους. Κι εγώ θα μπορούσα να πιστέψω ότι ένας τέτοιος άνδρας θα μπορούσε να
κυβερνά καλά και καλά να κυβερνιέται, και ότι θα μείνει πιστός και γενναίος
σύντροφος στη θύελλα της μάχης εάν έχει παραταχθεί σ’ αυτήν. Μα από την αναρχία
μεγαλύτερο κακό δεν υπάρχει. Αυτή πόλεις καταστρέφει, αυτή διαλύει σπίτια, αυτή
κάνει να σπάσει η παράταξη και να τραπεί σε άτακτη φυγή ο συμμαχικός στρατός.
Μα απ’ αυτούς που μένουν σταθερά στη θέση τους, τους πιο πολλούς τους σώζει η
πειθαρχία. Έτσι πρέπει να υπερασπίζεται κανείς τους νόμους και με κανέναν τρόπο
δεν πρέπει να νικιέται ένας άντρας από μια γυναίκα. Γιατί είναι προτιμότερο αν
χρειαστεί, να χάσουμε την εξουσία από έναν άντρα, κι έτσι δε θα μας λένε
κατώτερους από γυναίκες.
Χορός:
Σε μας τουλάχιστον, αν από τα γηρατειά δεν έχουμε χάσει το νου, φαίνεται
ότι μιλάς σωστά, για όσα (τώρα) μιλάς.
Αίμονας: Πατέρα, οι θεοί προικίζουν τους
ανθρώπους με φρόνηση, το πιο πολύτιμο απ’ όλα τα πράγματα που υπάρχουν. Και εγώ
ούτε θα μπορούσα και μακάρι να μη μάθω να πω ότι εσύ δε λες σωστά αυτά εδώ· θα
μπορούσε όμως και κάποιος άλλος να έχει κάποια σωστή σκέψη. Πάντως από τη φύση
μου έχω χρέος να προσέχω από πριν για σένα όλα όσα λέει κάποιος ή κάνει ή
μπορεί να σε κατηγορεί. Γιατί το βλέμμα σου προκαλεί φόβο στον απλό πολίτη για
τέτοια λόγια με τα οποία εσύ δεν θα ευχαριστηθείς ακούγοντάς τα. Εγώ όμως,
εξαιτίας της ασημότητας της θέσης μου, είναι δυνατό να ακούω αυτά, πόσο δηλαδή
θρηνεί η πόλη για την κόρη αυτή, (λέγοντας) πόσο ατιμωτικά πεθαίνει, σαν να
ήταν η χειρότερη από όλες τις γυναίκες, για μια τόσο ένδοξη πράξη· γιατί αυτή
τον αδελφό της πεσμένο μέσα στο αίμα άταφο δεν τον άφησε να κατασπαραχθεί ούτε
από άγρια σκυλιά ούτε από κάποιο όρνιο. Δεν αξίζει αυτή να τιμηθεί με λαμπρή
τιμή; Τέτοια σκοτεινή φήμη κυκλοφορεί κρυφά. Για μένα όμως, πατέρα, δεν υπάρχει
πολυτιμότερο αγαθό από τη δική σου ευτυχία. Γιατί ποια χαρά είναι μεγαλύτερη
για τα παιδιά από τη δόξα του ευτυχισμένου πατέρα ή ποια χαρά για τον πατέρα
(από τη δόξα) των (ευτυχισμένων) παιδιών του; Μη λοιπόν έχεις μόνον έναν τρόπο
σκέψης, ότι δηλαδή σωστό είναι αυτό που λες εσύ και τίποτ’ άλλο. Γιατί όσοι
νομίζουν ότι μόνο αυτοί σκέφτονται σωστά ή ότι έχουν ευγλωττία ή φρόνημα που
δεν έχει άλλος, αυτοί, όταν ανοιχτούν και εξεταστούν σε βάθος, βρίσκονται ότι
είναι άδειοι. Αλλά για έναν άνθρωπο, και αν ακόμη είναι σοφός, δεν είναι
καθόλου ντροπή να μαθαίνει πολλά και να μην παρατραβάει το σκοινί. Βλέπεις
κοντά στο ορμητικό ρεύμα όσα από τα δέντρα υποχωρούν πώς σώζουν τα κλαδιά τους,
όσα όμως αντιστέκονται χάνονται σύρριζα. Επίσης όποιος τεντώνει πού τα πανιά
του πλοίου ώστε να είναι σταθερά και δεν τα χαλαρώνει καθόλου στον άνεμο,
(αυτός), αφού αναποδογυρίσει το πλοίο, ταξιδεύει από κει και πέρα με
ανεστραμμένα τα καθίσματα των κωπηλατών. Μα δώσε τόπο στην οργή και άλλαξε
γνώμη. Γιατί, αν μπορώ να προσθέσω κάποια γνώμη , μολονότι νεότερος, εγώ βέβαια
λέω ότι το πιο καλό είναι να γεννηθεί κανείς πάνσοφος. Αν όμως δεν είναι κανείς
τέτοιος, γιατί συνήθως αυτό δεν συμβαίνει έτσι, είναι καλό να μαθαίνει και από
όσους μιλούν σωστά.
Χορός:
Βασιλιά, είναι λογικό κι εσύ να
τον ακούσεις αν λέει κάτι εύστοχο, κι εσύ πάλι (Αίμονα) αυτόν· γιατί έχουν
ειπωθεί σωστά λόγια και από τους δύο.
Κρέων:
Εμείς, οι τόσο μεγάλοι στη ηλικία, θα διδαχτούμε λοιπόν να σκεφτόμαστε
σωστά από έναν άνδρα τόσο μικρό στην ηλικία;
Αίμονας: Να μη διδαχτείς τίποτα το άδικο. Κι
αν εγώ είμαι νέος, δεν πρέπει να κοιτάζεις περισσότερο την ηλικία μου παρά τις
πράξεις μου.
Κρέων:
Είναι λοιπόν σωστή πράξη να τιμά κανείς όσους παρανομούν;
Αίμονας: (Όχι μόνο δεν τους τιμώ εγώ) μα ούτε
και θα προέτρεπα άλλους να τιμούν τους κακούς.
Κρέων:
Αυτή εδώ λοιπόν δεν έχει προσβληθεί λοιπόν από τέτοια αρρώστια;
Αίμονας: Δεν το παραδέχονται αυτό όλοι οι
πολίτες αυτής εδώ της Θήβας.
Κρέων:
Οι πολίτες λοιπόν θα μου πουν όσα πρέπει εγώ να διατάζω;
Αίμονας: Βλέπεις πως έχει πει αυτά τα λόγια
σαν μωρό παιδί;
Κρέων:
Για λογαριασμό άλλου ή για δικό μου πρέπει να κυβερνώ αυτήν εδώ την
πόλη;
Αίμονας: (Ναι), γιατί δεν υπάρχει πόλη που να
ανήκει σ’ έναν άνθρωπο.
Κρέων:
Η πόλη δεν θεωρείται ότι ανήκει στον άρχοντα;
Αίμονας:
Ωραία, βέβαια, θα κυβερνούσες εσύ μόνος σου μια έρημη πόλη.
Κρέων:
Αυτός εδώ, όπως φαίνεται, είναι σύμμαχος της γυναίκας.
Αίμονας:
Αν εσύ βέβαια είσαι γυναίκα. Γιατί πράγματι για σένα ενδιαφέρομαι.
Κρέων:
Αχρείε, (ενδιαφέρεσαι για μένα) ενώ έρχεσαι να αντιδικήσεις με τον
πατέρα
σου;α
Αίμονας:
Ναι, γιατί σε βλέπω να παίρνεις άδικες αποφάσεις.
Κρέων:
Αδικώ δηλαδή τιμώντας την εξουσία μου;
Αίμονας:
Δεν την τιμάς, βέβαια, καταπατώντας τα δικαιώματα των θεών.
Κρέων:
Αλήθεια; Αλλά μα τον ίδιο τον Όλυμπο, να ξέρεις ότι δεν θα με
βρίζεις
ατιμώρητα με τις συνεχείς κατηγορίες. Φέρε
μου τη μισητή, για να πεθάνει
αμέσως μπροστά στα μάτια του, κοντά και παρουσία του μνηστήρα.
Αίμονας: Όχι βέβαια, δεν θα πεθάνει αυτή κοντά
μου, τουλάχιστον, αυτό μην το
φανταστείς ποτέ κι εσύ ποτέ πια δεν θα δεις το πρόσωπό μου κοιτάζοντας
με τα μάτια σου, για να δείχνεις τη τρέλα σου σε όσους από τους φίλους σου
μπορούν να την ανεχτούν.
Χορός:
Ο άντρας, βασιλιά, έφυγε από την οργή του βιαστικά· και η ψυχή ενός τόσο
νέου, αν πονέσει είναι επικίνδυνη.
Κρέων:
Ας πάει να κάνει και να μεγαλοπιάνεται περισσότερο απ’ ότι ταιριάζει σ’
έναν άνθρωπο. Αυτές όμως τις δύο κόρες δεν θα τις γλιτώσει από το θάνατο.
Χορός:
Και τις δύο αυτές, αλήθεια, σκέφτεσαι να τις σκοτώσεις;
Κρέων:
Όχι, βέβαια, αυτή που δεν άγγιξε το νεκρό. Σωστά μιλάς, αλήθεια.
Χορός:
Και με ποιον τρόπο σκέφτεσαι να τη σκοτώσεις;
Κρέων:
Αφού την οδηγήσω εκεί που υπάρχει απάτητος δρόμος, θα τη θάψω ζωντανή σε
υπόγειο θολωτό τάφο, αφού βάλω μπροστά τόση τροφή ώστε ίσα ίσα να είναι αρκετή
για εξαγνισμό για να αποφύγει το μίασμα όλη η πόλη. Και εκεί παρακαλώντας το
Αδη, που μόνον από τους θεούς τιμά ίσως γλιτώσει τον θάνατο, ή τουλάχιστον, αν και
αργά, θα μάθει, ότι είναι μάταιος κόπος να τιμά κανείς όσους βρίσκονται στον
Άδη.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου