Κατηγορούμενο
Είδη κατηγορουμένου: απλό (υποκειμένου ή κατηγορουμένου) ,
προληπτικό, επιρρηματικό, γενική κατηγορηματική.
Α. Απλό:
i. Το κατηγορούμενο προσδίδει μια ιδιότητα στο υποκείμενο ή
στο αντικείμενο, ανάλογα με το πού αναφέρεται.
ii. Βρίσκεται πάντα στην ίδια πτώση με τον όρο που προσδιορίζει.
Κατηγορούμενο του
υποκειμένου:
Τα ρήματα που συνδέουν το υποκείμενο με το κατηγορούμενο
ονομάζονται συνδετικά και τα σημαντικότερα είναι:
εἰμί, ὑπάρχω (είμαι), τυγχάνω
(συμβαίνει να είμαι), διατελῶ(είμαι
συνεχώς), ἔφυν (γεννήθηκα, είμαι), πέφυκα (είμαι από τη φύση μου), γίγνομαι (γίνομαι), καθίσταμαι
(γίνομαι), ἀποβαίνω (καταντώ,
γίνομαι, αποδεικνύομαι), φαίνομαι κά.
Το κατηγορούμενο του υποκειμένου από τη στιγμή που συμφωνεί
μ’ αυτό σε γένος αριθμό και πτώση, βρίσκεται πάντα σε ονομαστική.
π.χ.
κατηγορούμενο
|
Σύ διατελεῖς ἀχἰτων και ἀνυπόδυτος.*
|
* Προσοχή το κατηγορούμενο αναφέρεται στο υποκείμενο. Άρα,
όταν κάνουμε συντακτική αναγνώριση του κατηγουμένου, λέμε: κατηγορούμενο του
υποκειμένου μέσω του συνδετικού ρήματος.
Δηλαδή: ἀχἰτων και ἀνυπόδυτος
→ κατηγορούμενα στο υποκ. σύ μέσω
του συνδετικού
ρήματος διατελεῖς.
Κατηγορούμενο του αντικειμένου:
Πολλά
ρήματα συντάσσονται με δύο αιτιατικές εκ των οποίων η μία είναι κατηγορούμενο
της άλλης. Με κατηγορούμενο του αντικειμένου συντάσσονται τα ρήματα που έχουν
την σημασία του ονομάζω, αποκαλώ, εκλέγω, διορίζω, νομίζω.
π.χ.
Αντικ. κτγ. του αντικ.
|
Οἱ Ἕλληνες ἐνόμιζον τούς ἀστέρας θεούς.
|
Αν
μετατρέψουμε την παραπάνω πρόταση σε παθητική, η λειτουργία σου κατηγορουμένου
γίνεται ξεκάθαρη.
Υποκ. Ρ κτγ.
|
Οἱ ἀστέρες ἐνομίζοντο θεοί.
|
Β. Προληπτικό:
Τα ρήματα τα οποία δηλώνουν αύξηση, ανάπτυξη, εξέλιξη
συντάσσονται με προληπτικό κατηγορούμενο. Το κατηγορούμενο αυτό προσδίδει στο
υποκείμενο την ιδιότητα που θα έχει αυτό, όταν η ενέργεια του ρήματος
ολοκληρωθεί. Αποδίδει, δηλαδή, την ιδιότητα προκαταβολικά. Μεταφράζεται δε με συμπερασματική πρόταση.
π.χ. Κῦρος ἀνετράφη μέγας. (= ο Κύρος ανατράφηκε ώστε να
γίνει μεγάλος.)
Γ. Επιρρηματικό:
Πολλές φορές σε μια πρόταση έχουμε ένα όρο ο οποίος
προσδίδει μεν μια ιδιότητα δεν εξαρτάται όμως από συνδετικό ρήμα ούτε εξέλιξης.
Επίσης, πέρα από ιδιότητα ο όρος αυτός έχει και μια επιρρηματική σχέση με το
ρήμα. Ονομάζεται, λοιπόν, ο όρος αυτός
επιρρηματικό κατηγορούμενο και εξαρτάται κυρίως από ρήματα κίνησης. Το επιρρηματικό κατηγορούμενο μπορεί να
είναι:
α) του τρόπου
β) του χρόνου
γ) της σειράς
δ) του τόπου
ε) του σκοπού
π.χ. Ὁ ἄγγελος ἀφίκετο τριταῖος.
(= Ο αγγελιοφόρος έφτασε μετά από τρεις ημέρες)
Oἱ
στρατηγοὶ ἐξῆλθον πρῶτοι. (= Οι στρατηγοί
βγήκαν πρώτοι)
Δ. Γενική κατηγορηματική:
Όταν το απλό κατηγορούμενο είναι ουσιαστικό, μπορεί αυτό να
μην ομοιοπτωτεί με το υποκείμενο αλλά να βρίσκεται σε γενική, η οποία
ονομάζεται γενική κατηγορηματική.
Η γενική κατηγορηματική μπορεί να είναι:
α) της ύλης
π.χ. Ξῖφος ἐστί ξύλου.
β) διαιρετική
π.χ. Σόλων ἐκλήθη τῶν
ἐπτά σοφῶν.
γ) κτητική
π.χ. Σοῦ ἔστιν ἡ
βασιλεία καί ἡ δύναμις καί ἡ δόξα.
δ) της ιδιότητας
π.χ. Ἐγένετο ἐτῶν
τριάκοντα.
ε) της καταγωγής
π.χ. Θουκυδίδης καλείται Ὀλόρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου