koukouvaja.blogspot.gr

koukouvaja.blogspot.gr
"Γνοὺς πρᾶττε" (Πιττακός ο Μυτιληναίος, εκ των 7 σοφών. 650-570 π.Χ.)

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Χρήση πλάγιων πτώσεων



Χρήση πλάγιων πτώσεων
Α. Ως ετερόπτωτος προσδιορισμός ουσιαστικών:
Η γενική:
α) Κτητική. Δηλώνει τον κτήτορα
·   ενός πράγματος
π.χ. τό ξῖφος τοῦ ἀνδρός
·   μιας ιδιότητας
π.χ. Ἡ ἀρετή τῶν Ἀθηναῖων
·    μιας συγγενικής σχέσης
π.χ. Οἱ  υἱοί τοῦ Περικλέους
·   ένα ανομοιογενές  σύνολο, του οποίου το προσδιοριζόμενο αποτελεί μέρος.
Οἱ όφθαλμοί τοῦ παιδός.
* Εάν το σύνολο είναι ομοιογενές η γενική είναι διαιρετική.

β) Του δημιουργού. Δηλώνει τον δημιουργό κάποιου έργου.
π.χ. Ὁ Ἐρμῆς τοῦ Πραξιτέλους


γ) Της ιδιότητας. Δηλώνει ένα φυσικό, πνευματικό και ηθικό μέγεθος.
π.χ. Λίθος μεγάλου βάρους.

δ) Της ύλης. Δηλώνει το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένο κάτι.
π.χ. Οἰκία λίθου.

ε) Της αξίας. Συνοδεύεται από απόλυτο αριθμητικό και δηλώνει την αξία του ουσιαστικού που προσδιορίζει.
π.χ. Σῖτος χιλίων δραχμῶν.

στ) Διαιρετική. Δηλώνει ένα ομοιογενές  σύνολο, του οποίου το προσδιοριζόμενο αποτελεί μέρος.
π.χ. Τινές τῶν στρατηγῶν.
Γενική διαιρετική είναι και η γενική που εξαρτάται από ονόματα μικρών πόλεων και τόπων.
π.χ. Ἀφίκετο εἰς Οἰνόην τῆς Ἀττικῆς.

ζ) Της αιτίας. Προσδιορίζει ουσιαστικά ψυχικού πάθους και δικαστικής σημασίας.
π.χ. Λύπη των γεγενημένων.

η) Του περιεχομένου. Δηλώνει:
·   Το περιεχόμενο κάποιου πράγματος
π.χ. Πλοῖον σίτου
·   τα ομοειδή στοιχεία ενός συνόλου
π.χ. Σωρός ξύλων

θ) Υποκειμενική. Προσδιορίζει αφηρημένα ουσιαστικά που φανερώνουν ενέργεια ή κατάσταση. Την βρίσκουμε αν μετατρέποντας το ουσιαστικό σε ρήμα, η γενική γίνεται το υποκείμενό του.
π.χ. Ἡ νίκη τῶν Ἀργείων± ἐνίκησαν οἱ Ἀργεῖοι

ι) Αντικειμενική. Προσδιορίζει αφηρημένα ουσιαστικά που φανερώνουν ενέργεια ή κατάσταση. Την βρίσκουμε αν μετατρέποντας το ουσιαστικό σε ρήμα,η γενική γίνεται το αντικείμενό του.
π.χ. Οὗτος γίγνεται τῆς πόλεως οἱκιστής± οὗτος οἱκίζει τήν πόλιν.

Η δοτική:
Πάντοτε αντικειμενική. Τα ουσιαστικά που παίρνουν δοτική αντικειμενική είναι συγγενικά με τα ρήματα που παίρνουν αντικείμενο σε δοτική.
π.χ. Εὔνοιαν τῇ πόλει διατελῶ ἔχων.

Η αιτιατική:
Είναι πάντοτε της αναφοράς και ασκεί επίδραση στο ουσιαστικό που προσδιορίζει όπως όλοι οι προσδιορισμοί της αναφοράς.
π.χ. Ὁ ποταμός ἐστί πέντε πήχεων τό βάθος.

Β. Ως ετερόπτωτος προσδιορισμός επιθέτων:
Η γενική:
α) Κτητική. Προσδιορίζει ουσιαστικοποιημένα επίθετα. κατά κανόνα τα: ἀλλότριος, άντιρροπος, διάδοχος, ἑταῖρος, ἐχθρός, κοινός, οἰκεῖος, ξένος, πολέμιος, συγγενῆς, κ.α.
π.χ. Οὐ Πολυκλέους ἴδιος ὁ ἀγών, ἀλλά καί τῆς πόλεως κοινός.
* Τα επίθετα αυτά μπορεί να συνοδεύονται από δοτική. Στην περίπτωση αυτή είναι καθαρά επίθετα και η δοτική είναι αντικειμενική.

β) Της αιτίας.  Προσδιορίζει επίθετα δικαστικής σημασίας και ψυχικού πάθους.
π.χ. Τούτου αἴτιος.

γ) Της αξίας. Προσδιορίζει επίθετα όπως :ἄξιος, ἀνάξιος, ἀντάξιος, τίμιος κ.α.
π.χ. Ἀγρός ταλάντου ἄξιος.

δ) Διαιρετική. Προσδιορίζει πάντα ουσιαστικοποιημένα επίθετα ή ουσιαστικοποιημένες αντωνυμίες.
π.χ. Οἱ χρηστοί τῶν ἀνθρώπων.

ε) Συγκριτική. Προσδιορίζει επίθετα συγκριτικού βαθμού ή επίθετα συγκριτικής σημασίας ή υπερθετικού βαθμού όταν δεν υπάρχει ο α’ όρος σύγκρισης.
π.χ. Βέλτιων αὐτοῦ ἐγένετο.

στ) Αντικειμενική. Προσδιορίζει επίθετα σε -ικος και επίθετα με σημασία συγγενική προς τα ρήματα που δέχονται αντικείμενο σε γενική.
π.χ. Μέτοχος φόνου.
Ποριστικός τῶν ἐπιτηδείων.

ζ) Της αναφοράς. Συναντάται σπάνια.

Η Δοτική:
α) Αντικειμενική. Προσδιορίζει επίθετα με σημασία συγγενική προς τα ρήματα που δέχονται αντικείμενο σε δοτική.
π.χ. Εὔνους τῇ πόλει.

β) Της αναφοράς. Ασκεί επίδραση στο ουσιαστικό που προσδιορίζει όπως όλοι οι προσδιορισμοί της αναφοράς.
π.χ. Ὀξύς τῷ πνεύματι.

γ) Του μέτρου. Προσδιορίζει επίθετα συγκριτικού βαθμού ή επίθετα συγκριτικής σημασίας.
π.χ. Πολλῷ βελτίονες ἐσμέν ἡμεῖς τοῦτων.

δ) Του ενεργούντος προσώπου ή του ποιητικού αιτίου. Προσδιορίζει επιίθετα σε -τος, -τεος, -ιμος, -σιμος.
π.χ. Κολαστέος εἰστί σοι ὁ ληστής.

Η Αιτιατική:
Είναι πάντοτε της αναφοράς και ασκεί επίδραση στο ουσιαστικό που προσδιορίζει όπως όλοι οι προσδιορισμοί της αναφοράς.
π.χ. Δεινός ἐστί την ὅψιν.

Γ. Ως προσδιορισμοί ρημάτων:
Μπορεί να είναι:
α) Αντικείμενο ( αν το ρήμα είναι μεταβατικό),
β) Συμπλήρωμα ( που δε συνδέεται τόσο στενά ώστε να αποτελεί αντικείμενό του),
γ) Επιρρηματική πτώση (πτώση που εκτελεί επιρρηματικές λειτουργίες.).
 * Η αιτιατική ως συμπλήρωμα ρήματος λειτουργεί μόνο ως αντικείμενο ή επιρρηματική πτώση.

Η γενική ως αντικείμενο:
Συντάσσονται με αντικείμενο σε γενική πτώση:
1. Ρήματα που σημαίνουν μνήμη ή λήθη: μιμνήσκομαι, μέμνημαι, μνημονεύω, ἐπιλανθάνομαι.
2. Ρήματα που σημαίνουν φειδώ και τα αντίθετά τους: φείδομαι, ἀφειδῶ.
3. Ρήματα που σημαίνουν φροντίδα ή επιμέλεια και τα αντίθετά τους: φροντίζω, ἐπιμελοῦμαι, προνοῶ, μέλει μοι  τινός, κήδομαι, μεταμέλει μοι τινός μεταμέλομαι, ὀλιγορῶ, ἀμελῶ.                                                                                           
4. Ρήματα που σημαίνουν επιθυμία: ἐπιθυμῶ, ἐρῶ (=αγαπώ), ἐρῶμαι(=επιθυμώ),
                                                          ἐφίεμαι, ὀρέγομαι, γλίχομαι.
5. Ρήματα που σημαίνουν απόλαυση: ἀπολαύω, ὀνίναμαι.
6. Ρήματα που σημαίνουν μετοχή: μετέχω, μεταλαμβάνω, κοινωνῶ,
                                                      κληρονομῶ, μέτεστί μοι τινός.
7. Ρήματα που σημαίνουν πλησμονή: βρίθω, πίμπλαμαι, εὐπορῶ, γέμω, πλήθω,μεστῶ.
8. Ρήματα που σημαίνουν στέρηση: δέω, δέομαι, δεῖ μοι τινός, χρῄζω, ἀπορῶ, στέρομαι, σπανίζω.
9. Ρήματα που σημαίνουν γενικά αίσθηση (αφή, γεύση, όσφρηση, οσμή, ακοή):ἅπτομαι, ψαύω, θιγγάνω, ἔχομαι,ἀντέχομαι, δράττομαι,λαμβάνομαι,ἐπιλαμβάνομαι, ἀντιλαμβάνομαι, γεύομαι, ὀσφραίνομαι,   ὄζω, πνέω, ἀκούω(για άμεση αντίληψη),ἀκροῶμαι
10. Ρήματα που σημαίνουν απόπειρα: πειρῶ, πειρῶμαι.
11. Ρήματα που σημαίνουν επιτυχία: τυγχάνω, ἐφικνοῦμαι, ἐξικνοῦμαι.
12. Ρήματα που σημαίνουν αποτυχία: ἀποτυγχάνω, ἁμαρτάνω, διαμαρτάνω, ἐξαμαρτάνω, ψεύδομαι (=αποτυγχάνω)
13. Ρήματα που σημαίνουν έναρξη ή λήξη: ἄρχω, ἄρχομαι, λήγω, παύομαι (=σταματώ).
14. Ρήματα που σημαίνουν αρχή ή εξουσία και τα αντίθετά τους: ἄρχω, κρατῶ (+γενική=εξουσιάζω), βασιλεύω, ἡγεμονεύω, δεσπόζω, στρατηγῶ, τυραννῶ, ἡγοῦμαι  (+γενική=είμαι αρχηγός).                   




15. Ρήματα που σημαίνουν χωρισμό: χωρίζομαι.
16. Ρήματα που σημαίνουν αποχή: ἀπέχω, ἀπέχομαι.
17. Ρήματα που σημαίνουν απομάκρυνση: διέχω, ἄπειμι, εἴκω (=υποχωρώ), παραχωρῶ.
18. Ρήματα που σημαίνουν απαλλαγή: ἀπαλλάττω, ἐλευθερῶ, λύω, ἀφίεμαι.
19. Ρήματα που σημαίνουν καταγωγή: εἰμί, γίγνομαι, ἔφυν, πέφυκα.
20. Ρήματα που σημαίνουν σύγκριση, διαφορά, υπεροχή: ἡττῶμαι, λείπομαι, ἀριστεύω, ἀπολείπομαι, ὑστερῶ, προέχω,  μειονεκτῶ, περιγίγνομαι, περίειμι, πρωτεύω, κρατιστεύω,  πλεονεκτῶ, ὑπερτερῶ, διαφέρω.                            
21. Ρήματα που είναι σύνθετα με τις προθέσεις: ἀπό, ἐκ, πρό, ὑπέρ, κατά.
22. Ρήματα διαφόρων σημασιών: φεύγω + γενική (=κατηγορούμαι για κάτι), ἑάλω + γενική (=καταδικάζομαι για κάτι), κρίνομαι + γενική (=τιμωρούμαι σε…π.χ. θάνατο), αἰσθάνομαι + γενική. Θυμήσου: ἁλίσκομαι = κυριεύομαι (για άψυχα), συλλαμβάνομαι (για έμψυχα).

Η δοτική ως αντικείμενο:
Συντάσσονται με αντικείμενο σε δοτική πτώση:
1. Ρήματα σημαίνουν πρέπει, αρμόζει, ταιριάζει και τα συνώνυμά τους.
2. Ρήματα που σημαίνουν προσέγγιση ή συνάντηση απλή, φιλική ή εχθρική διάθεση: πλησιάζω, πελάζω, προσίημι, ἐντυγχάνω, συντυγχάνω.
3. Ρήματα που σημαίνουν ακολουθία, διαδοχή: ἕπομαι, ἀκολουθῶ.
4. Ρήματα που σημαίνουν επικοινωνία, ένωση: ὁμιλῶ, χρῶμαι (συχνά συντάσσεται με δύο δοτικές, από τις οποίες η μία είναι κατηγορούμενο της άλλης), μείγνυμαι, ἐπιμείγνυμαι,  κεράννυμι.             




5. Ρήματα που σημαίνουν φιλική ή εχθρική ενέργεια – διάθεση: εὐνοῶ, ἀρέσκω, βοηθῶ, ἀρήγω (=βοηθώ), ἀμύνω  (=βοηθώ), τιμωρῶ (=βοηθώ), λυσιτελῶ, δουλεύω,πείθομαι, χαλεπαίνω (=οργίζομαι), ὀργίζομαι, ἐνοχλῶ, μάχομαι, στασιάζω, πολεμῶ, εἰς χείρας  ἔρχομαι (=συμπλέκομαι), ἀπειλῶ, φθονῶ,ἐπιβουλεύω,  λοιδοροῦμαι, ἀπειθῶ, ἐπιτιμῶ.                                                                    



6. Ρήματα που σημαίνουν άμιλλα: ἁμιλλῶμαι.
7. Ρήματα που σημαίνουν φιλονικία: διαφέρομαι, ἐρίζω, ἀμφισβητῶ.
8. Ρήματα που σημαίνουν έριδα ή συμφιλίωση: σπένδομαι (=συνθηκολογώ), σπονδὰς ποιοῦμαι, συναλλάττομαι –
9. Ρήματα που σημαίνουν ισότητα και ομοιότητα: ἰσοῦται, ὁμοιάζω, ἔοικα.
10. Ρήματα που σημαίνουν συμφωνία: συμφωνῶ, ὁμολογῶ, ὁμονοῶ, συνᾴδω (=συμφωνώ), συναρμόττω (=ταιριάζω).
11. Ρήματα που είναι σύνθετα με τις προθέσεις: ἐν, σύν, ἐπί, περί, παρά, ὑπό, πρός.
12. Ρήματα διαφόρων σημασιών: ἡγοῦμαι + δοτική = οδηγώ, ἡγοῦμαι + ειδικό απαρέμφατο = νομίζω ότι…, χρῶμαι + δύο δοτικές (η μία κατηγορούμενο της άλλης).

Η γενική ως συμπλήρωμα ρημάτων:
α) Της αξίας. Συμπληρώνει ρήματα που έχουν την έννοια του αγοράζω, πουλώ, τιμώ, εκτιμώ.
π.χ. Τό βιβλίον τιμᾶται δραχμῆς.

β) Της ποινής. Συμπληρώνει ρήματα δικαστικής σημασίας, όπως καταγιγνώσκω, καταψηφίζομαι, κρίνω, τιμῶ, τιμῶμαι.
π.χ. Ἐτιμήσατο μοι ὁ κατήγορος θανάτου.

γ) Της καταγωγής. Συμπληρώνει τα ρήματα: γεννῶμαι, γίγνομαι, εἰμί, φύομαι.
π.χ. Δαρείου και Παρισάτιδος γίγνονται παῖδες δύο.

δ) Συγκριτική. Προσδιορίζει ρήματα που έχουν συγκριτική σημασία, όπως: ἡττῶμαι, διαφέρω, πλεονεκτῶ, μεονεκτῶ, προέχω, πέον ἔχω, μεῖον ἔχω κτλ.
π.χ. Οὐχ ἡττώμεθα ταῶν ἀντιπάλων.

Η δοτική ως συμπλήρωμα ρημάτων:
Η Δοτική Προσωπική:
Δοτική προσωπική. Η δοτική προσωπική, όπως δηλώνει και το όνομά της, φανερώνει το πρόσωπο το οποίο αφορά το περιεχόμενο της πρότασης. Η δοτική προσωπική, επομένως, προσδιορίζει το σύνολο του περιεχομένου της πρότασης και όχι έναν συγκεκριμένο όρο της. Είναι συχνή η εμφάνισή της σε προτάσεις με απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις, όπου συσχετίζει το γενικό περιεχόμενο τη πρότασης με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Η δοτική προσωπική όμως εμφανίζεται και σε προτάσεις με προσωπικά ρήματα, στις οποίες αναλαμβάνει ποικίλες λειτουργίες.

Συγκεκριμένα, μπορεί να δηλώνει:
α) δοτική προσωπική κτητική: τον κάτοχο ή τον φορέα του υποκειμένου του ρήματος  με ρήματα υπαρκτικά, όπως: εἰμί, ὑπάρχω, γίγνομαι.
π.χ. Νῆες οὐκ εἰσιν ἡμῖν.

 β) δοτική προσωπική χαριστική ή αντιχαριστική: το πρόσωπο προς ωφέλεια ή βλάβη του οποίου συμβαίνει αυτό που δηλώνει η πρόταση.
π.χ. Ἐπριάμην (=αγόρασα) ὑμῖν πλεῖστα ἀγαθά.
Πάντες πάντα κακά νοοῦσι τῷ τυραννῳ.

γ) δοτική προσωπική ηθική ή  της συμπάθειας: το πρόσωπο προς αρέσκεια ή δυσαρέσκεια, χαρά ή λύπη του οποίου συμβαίνει αυτό που δηλώνει η πρόταση. Η δοτική ηθική είναι συνήθως προσωπική αντωνυμία πρώτου ή δευτέρου προσώπου.
Η δοτική ηθική μπορεί να συνοδεύεται από ένα επίθετο (συνήθως το επίθετο ἄσμενος) ή μια μετοχή (βουλόμενος, ἐθέλων, ἡδόμενος, ἀχθόμενος, προσδεχόμενος) που επιτείνουν τη σημασία της και λειτουργούν ως κατηγορηματικοί προσδιορισμοί της.
π.χ. Ἐφοβεῖτο Κῦρος μή οἱ ἀποθάνοι ὁ πάππος.

δ) δοτική προσωπική του ενεργούντος προσώπου ή του ποιητικού αιτίου: το πρόσωπο που ενεργεί. Η συγκεκριμένη δοτική συνοδεύει συνήθως παθητικά ρήματα συντελικού χρόνου, τα ρηματικά επίθετα σε -τὸς και -τέος, και μερικά απρόσωπα ρήματα όπως μέλει, μεταμέλει, παρεσκεύασται, ὁμολογεῖται, κλπ.
π.χ. Αἱ σπονδαί τοίς πολεμίοις λέλυνται.

 ε) δοτική προσωπική του κρίνοντος προσώπου ή της αναφοράς: το πρόσωπο κατά την κρίση του οποίου ή σε σχέση με το οποίο ισχύει το περιεχόμενο της πρότασης. Συνήθως πρόκειται για τη δοτική της μετοχής ενός ρήματος κίνησης ή ενός ρήματος που σημαίνει κρίση.
π.χ. Δοκεῖς μοι οὐκ ἀγαθός εἶναι.

Η γενική ως επιρρηματική πτώση:
α) Της αιτίας. Προσδιορίζει ρήματα ψυχικού πάθους και δικαστικά.
π.χ. Εὐδαιμονίζω σε τοῦ τρόπου.
Τότ’ ἔφευγον φόνου.

β) Του χρόνου.
π.χ. Κἀγω τῆς νυκτός διέπλευσα Μεγαράδε.

γ) Του τόπου. Απαντάται μόνο στους ποιητές και δηλώνει κίνηση από τόπο.

Η δοτική ως επιρρηματική πτώση:
α) Της συνοδείας: Φανερώνει το πρόσωπο ή το πράγμα που ενεργεί μαζί με το υποκείμενο.
π.χ. Ἀλκιβιάδης κατέπλευσε εἰς Πάρον ναυσίν εἴκοσιν.

β) Της αιτίας: Προσδιορίζει οποιοδήποτε ρήμα κυρίως όμως ψυχικού πάθους.
π.χ. Οὐχ ὕβρει, ἀλλ’ ἀνάγκῃ ταῦτα ἔπραξε.

γ) Της αναφοράς: Συνήθως προσδιορίζει ρήματα συγκριτικής σημασίας αλλά μπορεί να προσδιορίζει οποιοδήποτε ρήμα.
π.χ. Τῇ   διανοίᾳ διέφερον αὐτῶν.

δ) Του μέτρου ή της διαφοράς: Προσδιορίζει ρήματα συγκριτικής σημασίας και δηλώνει ποσοτικά τη διαφορά μεταξύ α’ και β’ όρου σύγκρισης.
π.χ. Πολλῷ ὑστέρησαν ἡμῶν.

ε) Του τόπου: Δηλώνει πάντα στάση σε τόπο.
π.χ. Τά τρόπαια τά τέ Μαραθῶνι καί Σαλαμίνι.

στ) Του χρόνου: Αυτή αποδίδεται με τα ουσιαστικά που δηλώνουν χρονική διαίρεση(ἔτει, νυκτί, ἡμέρᾳ ) ή ονόματα εορτών.
π.χ. Τῇ ὑστεραίᾳ Θήβαζε ἀφίκοντο.

ζ) Του τρόπου:
π.χ. Τούτῳ τῷ τρόπῳ ταῦτα ἐγίγνοντο.

η) Του οργάνου ή του μέσου: Δηλώνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο επιτυγχάνεται η σημασία του ρήματος.
Αν πρόκειται για κάτι αφηρημένο είναι του μέσου, ενώ για κάτι συγκεκριμένο είναι του οργάνου.
π.χ.  Οἱ δέ ῥάβδῳ κρούοντες….
Οὐδείς ἔπαινον ἠδοναῖς ἐκτήσατο.

Η αιτιατική ως επιρρηματική πτώση:
α) της αιτίας: Αποδίδεται πάντα με το ουδέτερο γένος μιας αντωνυμίας.
π.χ. Ταῦτα δή ὑπαισχυνόμεθα τους νεανίσκους.

β) Της αναφοράς: Ασκεί περιοριστική δράση στο ρήμα.
π.χ. Ἄλγω την κεφαλήν.

γ) Του τόπου: Δηλώνει κίνηση σε τόπο ή τοπική έκταση.
π.χ. Ἀπέχει Πλάταια σταδίους ἑβδομήκοντα.

δ) Του χρόνου: Δηλώνει χρονική διαίρεση ή χρονική διάρκεια.
π.χ. Ἔπλεον ἡμέραν καί νύκτα.

ε) Του τρόπου:
π.χ. Τίνα τρόπον ταῦτα πράξομεν;

στ) Του ποσού: προήλθε από σύστοιχο αντικείμενο.
π.χ. Τοσοῦτον διαφέρομεν ὑμῶν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου